παραξενεύω

παραξενεύω
παραξένεψα, παραξενεύτηκα, παραξενεμένος
1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει: Το ξαφνικό τηλεφώνημά σας ύστερα από τόσον καιρό με παραξένεψε.
2. μέσ., παραξενεύομαι ξαφνιάζομαι, απορώ, νιώθω παράξενα: Παραξενεύτηκα από τον τρόπο του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραξενεύω — παραξενεύω, παραξένεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραξενεύω — [παράξενος] 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει («μέ παραξένεψε η συμπεριφορά του») 2. γίνομαι ή φαίνομαι παράξενος, ιδιότροπος 3. μέσ. παραξενεύομαι νιώθω έκπληξη, απορώ, ξενίζομαι …   Dictionary of Greek

  • παραξενιάζω — [παραξενιά] γίνομαι παράξενος, ιδιότροπος, παραξενεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”